χρωματόσωμα

χρωματόσωμα
και χρωμόσωμα, το, Ν
βιολ. το μικροσκοπικό νηματόμορφο τμήμα τού κυττάρου, που φέρει την κληρονομική πληροφορία με τη μορφή γονιδίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chromosome < γερμ. Chromosom (< χρώμα, -ατος + σώμα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χρωματοσωματικός — και χρωμοσωμικός, ή, ό, Ν [χρωματόσωμα /χρωμόσωμα] 1. βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χρωματόσωμα 2. φρ. «χρωματοσωματικό φύλο» βιολ. βλ. φύλο …   Dictionary of Greek

  • χρωμόσωμα — Oνομάζεται και χρωματόσωμα. Ένα από τα σωματίδια που χρωματίζονται με ειδικές χρωστικές και που είναι ορατό σε κάθε ζωικό και φυτικό κύτταρο στην περίοδο του πολλαπλασιασμού του. Στο κύτταρο που ηρεμεί τα χ. βρίσκονται στον πυρήνα και η ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

  • γενετική — Κλάδος της βιολογίας που ερευνά τα φαινόμενα της κληρονομικότητας και της ποικιλίας των ζωικών ειδών και μελετά τον μηχανισμό της μεταβίβασης από τους γονείς στους απογόνους των βιολογικών και μορφολογικών ιδιοτήτων που χαρακτηρίζουν τα άτομα… …   Dictionary of Greek

  • αιμοφιλία — Κληρονομική νόσος, η οποία εκδηλώνεται με ακατάσχετες ή μεγάλης διάρκειας αιμορραγίες που εμφανίζονται ακόμα και σε μικροτραυματισμούς και κατά τις χειρουργικές επεμβάσεις. Οι αιμορραγίες ποτέ δεν εμφανίζονται αυτόματα· και αυτές ακόμα οι… …   Dictionary of Greek

  • ετεροχρωματικός — ή, ό βιολ. όρος που αναφέρεται στο χρωματόσωμα ή σε ένα τμήμα του που περιέχει ετεροχρωματίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterochromatic < hetero (πρβλ. ετερο *) + chromatic (πρβλ. χρωματικός)] …   Dictionary of Greek

  • ετεροχρωματόσωμα — το βιολ. ειδικό χρωματόσωμα τού πυρήνα το οποίο παίζει ουσιαστικό ρόλο στον καθορισμό τού φύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + χρωματό σωμα] …   Dictionary of Greek

  • μίτωση — Το σύνολο των μεταβολών του πυρήνα και του κυτταροπλάσματος, που προηγούνται και συνοδεύουν τη διαίρεση του κυττάρου· συνώνυμος, και πολύ χρησιμοποιούμενος, είναι ο όρος καρυοκινησία. Το πρώτο μορφολογικό συμβάν, που παρατηρείται στον πυρήνα του… …   Dictionary of Greek

  • μεταγωγή — η (Α μεταγωγή) [μετάγω] μεταφορά, μετακόμιση, διακομιδή, μεταβίβαση νεοελλ. 1. τηλεπ. το σύνολο τών χειροκίνητων ή αυτόματων χειρισμών που εξασφαλίζουν την τηλεφωνική επικοινωνία ανάμεσα σε δύο συνδρομητές 2. το σύνολο τών χειρισμών που… …   Dictionary of Greek

  • μετακεντρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μετάκεντρο 2. βιολ. αυτός που αναφέρεται σε ένα μακρύ χρωματόσωμα τού οποίου το κεντρόμερο βρίσκεται στο μέσον περίπου, σε αντιδιαστολή προς τον ακροκεντρικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετάκεντρο(ν). Η λ. μαρτυρείται …   Dictionary of Greek

  • μονοσωμικός — ή, ό [μονόσωμος] βιολ. (για διπλοειδή οργανισμό) αυτός που έχασε ένα χρωματόσωμα από το σύνολο τών ζευγών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”