χρωματοσωματικός — και χρωμοσωμικός, ή, ό, Ν [χρωματόσωμα /χρωμόσωμα] 1. βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χρωματόσωμα 2. φρ. «χρωματοσωματικό φύλο» βιολ. βλ. φύλο … Dictionary of Greek
χρωμόσωμα — Oνομάζεται και χρωματόσωμα. Ένα από τα σωματίδια που χρωματίζονται με ειδικές χρωστικές και που είναι ορατό σε κάθε ζωικό και φυτικό κύτταρο στην περίοδο του πολλαπλασιασμού του. Στο κύτταρο που ηρεμεί τα χ. βρίσκονται στον πυρήνα και η ύπαρξή… … Dictionary of Greek
γενετική — Κλάδος της βιολογίας που ερευνά τα φαινόμενα της κληρονομικότητας και της ποικιλίας των ζωικών ειδών και μελετά τον μηχανισμό της μεταβίβασης από τους γονείς στους απογόνους των βιολογικών και μορφολογικών ιδιοτήτων που χαρακτηρίζουν τα άτομα… … Dictionary of Greek
αιμοφιλία — Κληρονομική νόσος, η οποία εκδηλώνεται με ακατάσχετες ή μεγάλης διάρκειας αιμορραγίες που εμφανίζονται ακόμα και σε μικροτραυματισμούς και κατά τις χειρουργικές επεμβάσεις. Οι αιμορραγίες ποτέ δεν εμφανίζονται αυτόματα· και αυτές ακόμα οι… … Dictionary of Greek
ετεροχρωματικός — ή, ό βιολ. όρος που αναφέρεται στο χρωματόσωμα ή σε ένα τμήμα του που περιέχει ετεροχρωματίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterochromatic < hetero (πρβλ. ετερο *) + chromatic (πρβλ. χρωματικός)] … Dictionary of Greek
ετεροχρωματόσωμα — το βιολ. ειδικό χρωματόσωμα τού πυρήνα το οποίο παίζει ουσιαστικό ρόλο στον καθορισμό τού φύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + χρωματό σωμα] … Dictionary of Greek
μίτωση — Το σύνολο των μεταβολών του πυρήνα και του κυτταροπλάσματος, που προηγούνται και συνοδεύουν τη διαίρεση του κυττάρου· συνώνυμος, και πολύ χρησιμοποιούμενος, είναι ο όρος καρυοκινησία. Το πρώτο μορφολογικό συμβάν, που παρατηρείται στον πυρήνα του… … Dictionary of Greek
μεταγωγή — η (Α μεταγωγή) [μετάγω] μεταφορά, μετακόμιση, διακομιδή, μεταβίβαση νεοελλ. 1. τηλεπ. το σύνολο τών χειροκίνητων ή αυτόματων χειρισμών που εξασφαλίζουν την τηλεφωνική επικοινωνία ανάμεσα σε δύο συνδρομητές 2. το σύνολο τών χειρισμών που… … Dictionary of Greek
μετακεντρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μετάκεντρο 2. βιολ. αυτός που αναφέρεται σε ένα μακρύ χρωματόσωμα τού οποίου το κεντρόμερο βρίσκεται στο μέσον περίπου, σε αντιδιαστολή προς τον ακροκεντρικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετάκεντρο(ν). Η λ. μαρτυρείται … Dictionary of Greek
μονοσωμικός — ή, ό [μονόσωμος] βιολ. (για διπλοειδή οργανισμό) αυτός που έχασε ένα χρωματόσωμα από το σύνολο τών ζευγών … Dictionary of Greek